Καί τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· «Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;»
Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· «εφ’ όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον, διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Εκείνος δε είπε· «όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου». Όταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· «ένα ακόμα σου λείπει· όλα όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος μαθητής μου».
Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. Όταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς του· «πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την βασιλείαν του Θεού! Διότι είναι ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού». Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· «και ποιός είναι δυνατόν να σωθή, αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα χρήματα;» Ο δε Κυριος είπεν· «τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν».
Πηγή: proseuxi.gr
Μπροστὰ σε μιὰ βασικὴ πρόκληση τῆς ζωῆς μᾶς τοποθετεῖ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ πλούσιου νέου. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀνατρεπτικὸς, γι’ αὐτὸ καὶ ἀκούγεται ἰδιαίτερα σκληρός, καθὼς ζητᾷ τὴν ὑπέρβαση μιᾶς ἰσχυρῆς γήινης ἐξάρτησης: «πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι».
Ἡ ἐπιδίωξη τοῦ πλούτου εἶναι κοινὸς σκοπὸς πολλῶν ἀνθρώπων, γιατὶ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς εὐημερίας τους. Ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ εἶναι σχετικό, σίγουρα δὲν μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τὴν ζωὴ μας χωρὶς τὸ χρῆμα, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ἱκανοποιοῦμε βασικὲς ἀνθρώπινες ἀνάγκες. Ὅμως τὸ χρῆμα, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα πράγματα καὶ μεγέθη τῆς καθημερινότητάς μας, εἶναι διφορούμενο, ἀμφιλεγόμενο καὶ δισήμαντο. Ἔχει θετικὴ ἀλλὰ καὶ ἀρνητικὴ σημασία. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς στεκόμαστε ἀπέναντί του. Τὸ ἴδιο πράγμα γιὰ κάποιον μπορεῖ νὰ γίνει ἑστία κατάρας καὶ γιὰ ἄλλον πηγὴ ἁγιασμοῦ, γιὰ τὸ ἕναν αἰτία σωτηρίας καὶ γιὰ τὸ ἄλλον ἀφορμὴ καταστροφῆς.
Τὸ χρῆμα εἶναι ἀγαθό, ὅταν βελτιώνει τὴν ζωή μας καὶ γίνεται μέσο ἀνακούφισης γιὰ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Μπορεῖ, ὅμως, νὰ γίνει ὀλέθριο πάθος, ὅταν προσκολληθοῦμε σὲ αὐτὸ καὶ τὸ εἰδωλοποιήσουμε. Τότε τὸ χρῆμα γίνεται σκοπός, ἄμετρη καὶ ἄσβεστη ἐπιθυμία ποὺ μᾶς καταδυναστεύει. Ἡ στάση καὶ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ πλούσιου νέου τό ἐπιβεβαιώνει. Τὸ χρῆμα τὸν κρατοῦσε γερὰ δεμένο στὴν γῆ, παρὰ τὶς ὅποιες καλές του διαθέσεις καὶ τὶς πνευματικές του εὐαισθησίες. Στὴν κρίσιμη, ωστόσο, στιγμὴ ἔπρεπε νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ στὴν γήινη ἐξάρτησή του.
Ἡ ἀπαίτηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπόλυτη. Ζητοῦσε κάτι παραπάνω ἀπὸ τὸ προβλεπόμενο τυπικὸ καθῆκον. Ἤθελε τὴν ὑπέρβαση, τήν τελειότητα, τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν θυσία, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν γνησιότητα τῆς πίστης του. Μᾶλλον, γιὰ νὰ συναισθανθεῖ ὁ ἴδιος τὴν ἀδυναμία καὶ τὴν «ἐξάρτησή» του, γιατὶ ὁ Χριστὸς τὴν γνώριζε. Ὅμως ὁ νέος δὲν μπόρεσε νὰ ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπὸ τὸ ὀχυρὸ τοῦ πλούτου του. «Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν». Καὶ τότε συνειδητοποίησε πόσο δύσκολο εἶναι τὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο στὸν Θεό.
Τότε οἱ αὐταπάτες καὶ οἱ ψευδαισθήσεις του κατέρρευσαν, καθὼς ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ πίστη του ἦταν ἐπιφανειακή. Καὶ αὐτό, γιατί δὲν κάλυπτε οὔτε τὸ σύνολο τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ βάθος τῆς ὕπαρξής του. Τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς ζωῆς του ἦταν τὸ ἐγώ του καὶ ὄχι ὁ Θεὸς ποὺ νόμιζε ὅτι πίστευε. Εἶχε τοποθετήσει στὴν θέση τοῦ Θεοῦ ἕνα δημιουργημένο ἀγαθό, τὸν πλούτο, καὶ ἔτσι, λατρεύοντας τὸ «ἀγαθό» του, λάτρευε τὸ ἐγώ του. Νὰ γιατί δὲν μποροῦσε νὰ δώσει τὸν πλοῦτο του, γιατί ἦταν σὰν νὰ ἔδινε ἴδιο του τὸν ἑαυτό.
Ἡ παθιασμένη ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν κατοχὴ ὅλο καὶ περισσότερων ἀγαθῶν δὲν γνωρίζει διαχωριστικὲς γραμμὲς καὶ σύνορα θρησκευόμενων ἢ ἀδιάφορων ἀνθρώπων. Εἶναι πάθος καί, ὅπως κάθε πάθος, ἀναφέρεται στὸν κάθε ἄνθρωπο, γιατί εἶναι σύμπτωμα τῆς πεσμένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κοινῆς ἀνθρώπινης φύσης μας. Αὐτὴ ἡ τάση, λοιπὸν, τοῦ ἀνθρώπου γιὰ πλουτισμὸ ὑποδηλώνει ὄχι μόνο ὑπέρμετρο ἐγωισμό, ἀλλὰ καὶ αἰσθήματα ἀνασφάλειας, ἀβεβαιότητας καὶ φοβίας. Ὁ ἀνθρωπος ἰσχυρίζεται ὅτι τό μέλλον εἶναι ἄγνωστο, ἡ ζωὴ ἀπρόβλεπτη καὶ ἡ ὕπαρξή του παροδικὴ καὶ εὔθραυστη.
Ἀφοῦ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τὰ ἐγκόσμια ἀγαθὰ μοιάζουν νὰ εἶναι τά μοναδικά στηρίγματα ποὺ τοῦ προσφέρουν σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια. Εἶναι προτεραιότητες τῆς ζωῆς, ποὺ ἀξίζουν, γιατὶ τὸν ἐξασφαλίζουν. Αὐτό, βέβαια, εἶναι μιὰ ἀπατηλὴ ἐντύπωση καὶ μιὰ ἐσφαλμένη κατεύθυνση τῆς ζωῆς μας. Ὁ Χριστὸς μᾶς τὸ λέει ξεκάθαρα ὅτι ἡ ἐξάρτησή μας ἀπὸ τὸ χρῆμα εἶναι εἰδωλολατρία ποὺ μᾶς κατευθύνει, μᾶς ὑποτάσσει, καί, τελικά, μᾶς καταδυναστεύει.
Ὁ λόγος καὶ ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ δὲν κρίνουν καὶ δὲν καταδικάζουν ἐκεῖνο ἢ τὸ ἄλλο. Ὅπου αὐτὸ τὸ λέμε καὶ τὸ καταλαβαίνουμε ἔτσι, εἶναι γιὰ νὰ βοηθήσουμε καὶ νὰ βοηθηθοῦμε. Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς δείχνει τὴν τελειότητα, ποὺ ἔγκειται στὴν ὑπέρβαση τῶν ἐγκόσμιων ἀγαθῶν, πραγμάτων καὶ σχημάτων. Αὐτὸ μοιάζει νὰ εἶναι ἕνας ἀνέφικτος ἰδεώδης στόχος. Καὶ τότε καλούμαστε νὰ ταπεινωνόμαστε γιὰ νὰ ζοῦμε ἰσορροπημένα καὶ νὰ δίνουμε στὰ ἀγαθά, στὰ πράγματα καὶ στὰ σχήματα τοῦ κόσμου τὴν σχετικὴ ἀξία ποὺ ἔχουν. Νά ἀνακαλύπτουμε τὴν ἀπόλυτη ἀξία τῆς ζωῆς, τὸν Θεό, ἀλλά καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ προέρχεται καὶ καταλήγει σὲ Αὐτόν.
Πηγή: imkifissias.gr