Εκείνο τόν καιρό, όταν δε ήλθε εις τήν απέναντι παραλίαν, εις τήν χώραν τών Γεργεσηνών, τόν απάντησαν δύο δαιμονιζόμενοι, πού έβγαιναν από τα μνημεία καί οι οποίοι ήσαν άγριοι καί επιθετικοί, ώστε νά μή ημπορή νά περάση κανείς από τόν δρόμον εκείνον.
Καί ιδού, όταν τόν αντίκρυσαν, έκραξαν με φωνήν μεγάλην καί είπαν· “τι κοινόν υπάρχει μεταξύ ημών καί σού, Ιησού Υιέ τού Θεού; Ήλθες εδώ να μας βασανίσης, πρίν έλθη ο προκαθωρισμένος καιρός τής κρίσεως καί τής τιμωρίας μας;” Ευρίσκετο δε μακρυά από αυτούς ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους, πού έβοσκαν. Οι δε δαίμονες τόν παρακαλούσαν καί έλεγαν· “εάν θα μάς διώξης από τούς δύο αυτούς ανθρώπους, δός μας τήν άδειαν να πάμε στό κοπάδι τών χοίρων”.
Καί είπε εις αυτούς· “πηγαίνετε”. Καί αυτοί εβγήκαν από τούς ανθρώπους καί επήγαν στό κοπάδι τών χοίρων. Καί ιδού με μανίαν καί γρυλλισμούς ώρμησε όλο το καπάδι τών χοίρων από το μέρος τού κρημνού εις τήν θάλασσαν καί επνίγησαν εις τα νερά. (Επέτρεψε δέ ο Κυριος αυτό, διά να τιμωρηθούν έτσι οι ιδιοκτήται τής αγγέλης, διότι παρά τόν μωσαϊκόν νόμον αυτοί έτρεφαν χοίρους). Οι χοιροβοσκοί έφυγαν κατατρομαγμένοι, επήγαν εις τήν πόλιν καί εγνωστοποίησαν όλα όσα συνέβησαν καί μάλιστα τα τής θεραπείας τών δαιμονιζομένων.
Καί ιδού όλη η πόλις εβγήκε, διά να συναντήση τόν Ιησούν· καί όταν τόν είδαν, τόν παρεκάλεσαν να φύγη από τα όρια τής περιοχής των· (καί τούτο, διότι εφοβήθησαν, μήπως διά τάς παραβάσεις των υποστούν καί άλλην τιμωρίαν). Αφού εμπήκε στό πλοίον ο Ιησούς, επέρασε τήν λίμνην καί ήλθε εις τήν πόλιν του, δηλαδή τήν Καπερναούμ.
Πηγή : proseuxi.gr